αψιλία

αψιλία
Αρχαίος λαός που κατοικούσε στις δυτικές πλαγιές των βουνών του Καυκάσου έως τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Σήμερα η περιοχή αυτή είναι τμήμα της Γεωργίας. Οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί, ενώ η περιοχή υπαγόταν διοικητικά στη χώρα των Λατών που ήταν σύμμαχοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Α. αντιστάθηκαν και κατάφεραν να αποτρέψουν τις προσπάθειες του Πέρση βασιλιά Χοσρόη (531-578 μ.Χ.) να εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις στη Μαύρη θάλασσα, με τη στρατιωτική βοήθεια των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
* * *
η [άψιλος]
το να μην έχει κανείς ψιλά, η έλλειψη χρημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αψιλία — η τέλεια έλλειψη χρημάτων, απενταρία, αδεκαρία: Εκείνο τον καιρό είχε μεγάλες αψιλίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδεκαρία — η [αδέκαρος] απόλυτη έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία, φτώχεια …   Dictionary of Greek

  • αναπαραδιά — η έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + παράδες, πληθ. τού παράς] …   Dictionary of Greek

  • απενταρία — η ολοκληρωτική έλλειψη χρημάτων, αψιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απένταρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”