- αψιλία
- Αρχαίος λαός που κατοικούσε στις δυτικές πλαγιές των βουνών του Καυκάσου έως τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Σήμερα η περιοχή αυτή είναι τμήμα της Γεωργίας. Οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί, ενώ η περιοχή υπαγόταν διοικητικά στη χώρα των Λατών που ήταν σύμμαχοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Α. αντιστάθηκαν και κατάφεραν να αποτρέψουν τις προσπάθειες του Πέρση βασιλιά Χοσρόη (531-578 μ.Χ.) να εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις στη Μαύρη θάλασσα, με τη στρατιωτική βοήθεια των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
* * *η [άψιλος]το να μην έχει κανείς ψιλά, η έλλειψη χρημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.